- ξεσβερκιάζομαι
- ξεσβερκιάστηκα, ξεσβερκιασμένος, και ξεσβερκώνομαι ξεσβερκώθηκα, ξεσβερκωμένος1. νιώθω πόνο στο σβέρκο από κούραση.2. στρέφω επίμονα το κεφάλι προς κάποιο σημείο,αλλ. ξελαιμιάζομαι: Ξεσβερκιάστηκες να βλέπεις ώρες στο παράθυρό της.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.